Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλληλοδιδακτικό τα αλληλοδιδακτικά
      γενική του αλληλοδιδακτικού των αλληλοδιδακτικών
    αιτιατική το αλληλοδιδακτικό τα αλληλοδιδακτικά
     κλητική αλληλοδιδακτικό αλληλοδιδακτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλληλοδιδακτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αλληλοδιδακτικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλληλοδιδακτικό ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αλληλοδιδακτικό