Ετυμολογία

επεξεργασία
διδακτική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου διδακτικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διδακτική θηλυκό

  • ο κλάδος της Παιδαγωγικής επιστήμης που ασχολείται με τις διδακτικές μεθόδους

  Μεταφράσεις

επεξεργασία


  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

διδακτική

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία