Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αδίδαχτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αδίδαχτ
ος
η
αδίδαχτ
η
το
αδίδαχτ
ο
γενική
του
αδίδαχτ
ου
της
αδίδαχτ
ης
του
αδίδαχτ
ου
αιτιατική
τον
αδίδαχτ
ο
την
αδίδαχτ
η
το
αδίδαχτ
ο
κλητική
αδίδαχτ
ε
αδίδαχτ
η
αδίδαχτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αδίδαχτ
οι
οι
αδίδαχτ
ες
τα
αδίδαχτ
α
γενική
των
αδίδαχτ
ων
των
αδίδαχτ
ων
των
αδίδαχτ
ων
αιτιατική
τους
αδίδαχτ
ους
τις
αδίδαχτ
ες
τα
αδίδαχτ
α
κλητική
αδίδαχτ
οι
αδίδαχτ
ες
αδίδαχτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αδίδαχτος
<
αδίδακτος
Επίθετο
επεξεργασία
αδίδαχτος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
αδίδακτος