αδίδακτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αδίδακτος < αρχαία ελληνική ἀδίδακτος < ἀ- + διδάσκω
Επίθετο
επεξεργασίααδίδακτος, -η, -ο
- που δεν έχει διδαχτεί
- η αδίδακτη ύλη των μαθημάτων δεν εξετάζεται
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη διδάσκω