Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδίδακτος η αδίδακτη το αδίδακτο
      γενική του αδίδακτου της αδίδακτης του αδίδακτου
    αιτιατική τον αδίδακτο την αδίδακτη το αδίδακτο
     κλητική αδίδακτε αδίδακτη αδίδακτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδίδακτοι οι αδίδακτες τα αδίδακτα
      γενική των αδίδακτων των αδίδακτων των αδίδακτων
    αιτιατική τους αδίδακτους τις αδίδακτες τα αδίδακτα
     κλητική αδίδακτοι αδίδακτες αδίδακτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδίδακτος < αρχαία ελληνική ἀδίδακτος < ἀ- + διδάσκω

  Επίθετο επεξεργασία

αδίδακτος, -η, -ο

  1. που δεν έχει διδαχτεί
    η αδίδακτη ύλη των μαθημάτων δεν εξετάζεται

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία