ηθικοπλαστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.θi.ko.pla.stiˈkos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /i.θi.ko.pla.stiˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /i.θi.ko.pla.stiˈko/ ουδέτερο
Επίθετο
επεξεργασίαηθικοπλαστικός, -ή, -ό
- δεν της επέτρεπαν να διαβάζει τίποτ' άλλο από ανιαρά ηθικοπλαστικά διηγήματα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ηθικοπλαστικός