κηρύττω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κηρύττω < αρχαία ελληνική κηρύττω
Ρήμα
επεξεργασίακηρύττω (παθητική φωνή: κηρύττομαι)
- άλλη μορφή του κηρύσσω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κηρύττω | κήρυττα | θα κηρύττω | να κηρύττω | κηρύττοντας | |
β' ενικ. | κηρύττεις | κήρυττες | θα κηρύττεις | να κηρύττεις | κήρυττε | |
γ' ενικ. | κηρύττει | κήρυττε | θα κηρύττει | να κηρύττει | ||
α' πληθ. | κηρύττουμε | κηρύτταμε | θα κηρύττουμε | να κηρύττουμε | ||
β' πληθ. | κηρύττετε | κηρύττατε | θα κηρύττετε | να κηρύττετε | κηρύττετε | |
γ' πληθ. | κηρύττουν(ε) | κήρυτταν κηρύτταν(ε) |
θα κηρύττουν(ε) | να κηρύττουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κήρυξα | θα κηρύξω | να κηρύξω | κηρύξει | ||
β' ενικ. | κήρυξες | θα κηρύξεις | να κηρύξεις | κήρυξε | ||
γ' ενικ. | κήρυξε | θα κηρύξει | να κηρύξει | |||
α' πληθ. | κηρύξαμε | θα κηρύξουμε | να κηρύξουμε | |||
β' πληθ. | κηρύξατε | θα κηρύξετε | να κηρύξετε | κηρύξτε | ||
γ' πληθ. | κήρυξαν κηρύξαν(ε) |
θα κηρύξουν(ε) | να κηρύξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κηρύξει | είχα κηρύξει | θα έχω κηρύξει | να έχω κηρύξει | ||
β' ενικ. | έχεις κηρύξει | είχες κηρύξει | θα έχεις κηρύξει | να έχεις κηρύξει | ||
γ' ενικ. | έχει κηρύξει | είχε κηρύξει | θα έχει κηρύξει | να έχει κηρύξει | ||
α' πληθ. | έχουμε κηρύξει | είχαμε κηρύξει | θα έχουμε κηρύξει | να έχουμε κηρύξει | ||
β' πληθ. | έχετε κηρύξει | είχατε κηρύξει | θα έχετε κηρύξει | να έχετε κηρύξει | ||
γ' πληθ. | έχουν κηρύξει | είχαν κηρύξει | θα έχουν κηρύξει | να έχουν κηρύξει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κηρύττομαι | κηρυττόμουν(α) | θα κηρύττομαι | να κηρύττομαι | ||
β' ενικ. | κηρύττεσαι | κηρυττόσουν(α) | θα κηρύττεσαι | να κηρύττεσαι | (κηρύττου) | |
γ' ενικ. | κηρύττεται | κηρυττόταν(ε) | θα κηρύττεται | να κηρύττεται | ||
α' πληθ. | κηρυττόμαστε | κηρυττόμαστε κηρυττόμασταν |
θα κηρυττόμαστε | να κηρυττόμαστε | ||
β' πληθ. | κηρύττεστε | κηρυττόσαστε κηρυττόσασταν |
θα κηρύττεστε | να κηρύττεστε | (κηρύττεστε) | |
γ' πληθ. | κηρύττονται | κηρύττονταν κηρυττόντουσαν |
θα κηρύττονται | να κηρύττονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κηρύχτηκα | θα κηρυχτώ | να κηρυχτώ | κηρυχτεί | ||
β' ενικ. | κηρύχτηκες | θα κηρυχτείς | να κηρυχτείς | κηρύξου | ||
γ' ενικ. | κηρύχτηκε | θα κηρυχτεί | να κηρυχτεί | |||
α' πληθ. | κηρυχτήκαμε | θα κηρυχτούμε | να κηρυχτούμε | |||
β' πληθ. | κηρυχτήκατε | θα κηρυχτείτε | να κηρυχτείτε | κηρυχτείτε | ||
γ' πληθ. | κηρύχτηκαν κηρυχτήκαν(ε) |
θα κηρυχτούν(ε) | να κηρυχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κηρυχτεί | είχα κηρυχτεί | θα έχω κηρυχτεί | να έχω κηρυχτεί | κηρυγμένος | |
β' ενικ. | έχεις κηρυχτεί | είχες κηρυχτεί | θα έχεις κηρυχτεί | να έχεις κηρυχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει κηρυχτεί | είχε κηρυχτεί | θα έχει κηρυχτεί | να έχει κηρυχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κηρυχτεί | είχαμε κηρυχτεί | θα έχουμε κηρυχτεί | να έχουμε κηρυχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε κηρυχτεί | είχατε κηρυχτεί | θα έχετε κηρυχτεί | να έχετε κηρυχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κηρυχτεί | είχαν κηρυχτεί | θα έχουν κηρυχτεί | να έχουν κηρυχτεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κηρύττω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακηρύττω
- αττικός τύπος του κηρύσσω