↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ψευδοκηρῡκκ-
ονομαστική ψευδοκῆρυξ οἱ ψευδοκήρυκες
      γενική τοῦ ψευδοκήρυκος τῶν ψευδοκηρύκων
      δοτική τῷ ψευδοκήρυκ τοῖς ψευδοκήρυξ(ν)
    αιτιατική τὸν ψευδοκήρυκ τοὺς ψευδοκήρυκᾰς
     κλητική ! ψευδοκῆρυξ ψευδοκήρυκες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψευδοκήρυκε
γεν-δοτ τοῖν  ψευδοκηρύκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψευδοκῆρυξ < ψευδο- + κῆρυξ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψευδοκῆρυξ αρσενικό

  • ψευδόμενος κήρυκας (αγγελιοφόρος) ή ψεύτικος κήρυκας
    ※  Σοφοκλής, Φιλοκτήτης, 1307
    ἀλλ᾽ οὖν τοσοῦτόν γ᾽ ἴσθι, τοὺς πρώτους στρατοῦ, τοὺς τῶν Ἀχαιῶν ψευδοκήρυκας, κακοὺς ὄντας πρὸς αἰχμήν, ἐν δὲ τοῖς λόγοις θρασεῖς
    αλλά να είσαι σίγουρος για ένα πράγμα, οι επικεφαλής του στρατού είναι κακοί στο σπαθί, ενώ οι ψευδόμενοι αγγελιοφόροι των Αχαιών είναι θρασείς στα λόγια -

Δείτε επίσης

επεξεργασία