ψευδάγγελος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ψευδάγγελος | τὸ ψευδάγγελον | οἱ, αἱ ψευδάγγελοι | τὰ ψευδάγγελα |
Γενική | τοῦ, τῆς ψευδαγγέλου | τοῦ ψευδαγγέλου | τῶν ψευδαγγέλων | τῶν ψευδαγγέλων |
Δοτική | τῷ, τῇ ψευδαγγέλῳ | τῷ ψευδαγγέλῳ | τοῖς, ταῖς ψευδαγγέλοις | τοῖς ψευδαγγέλοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ψευδάγγελον | τὸ ψευδάγγελον | τοὺς, τὰς ψευδαγγέλους | τὰ ψευδάγγελα |
Κλητική | ψευδάγγελε | ψευδάγγελον | ψευδάγγελοι | ψευδάγγελα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ψευδαγγέλω | |||
Γενική-Δοτική | ψευδαγγέλοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαψευδάγγελος, ος, ον ( & ψευδαγγελής, ής, ές)
- ο αγγελιοφόρος ή κήρυκας (ίσως και ιδιώτης, χωρίς επίσημη ιδιότητα) που μεταφέρει ψεύδη, πιθανόν και ο ψευτοκήρυκας, ο μη εξουσιοδοτημένος κήρυκας
- Ἶριν δὲ προτέρην ἔπεα πτερόεντα προσηύδα: ‘βάσκ᾽ ἴθι Ἶρι ταχεῖα, Ποσειδάωνι ἄνακτι πάντα τάδ᾽ ἀγγεῖλαι, μὴ δὲ ψευδάγγελος εἶναι. (Ιλιάδα, 15, 159)
- τίτλος έργου που αναφέρει ο Αριστοτέλης (Οδυσσεύς ψευδάγγελος), το οποίο δεν γνωρίζουμε από αλλού
- ἔστιν δέ τις καὶ συνθετὴ ἐκ παραλογισμοῦ τοῦ θεάτρου, οἷον ἐν τῷ Ὀδυσσεῖ τῷ ψευδαγγέλῳ: τὸ μὲν γὰρ τὸ τόξον ἐντείνειν, ἄλλον δὲ μηδένα, πεποιημένον ὑπὸ τοῦ ποιητοῦ καὶ ὑπόθεσις, καὶ εἴ γε τὸ τόξον ἔφη γνώσεσθαι ὃ οὐχ ἑωράκει: τὸ δὲ ὡς δι᾽ ἐκείνου ἀναγνωριοῦντος διὰ τούτου ποιῆσαι παραλογισμός