ψευδαγγελέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψευδαγγελέω < ψευδάγγελος ή ψευδαγγελής
Ρήμα
επεξεργασίαψευδαγγελέω
- ως αγγελιοφόρος ή κήρυκας (ίσως και ιδιωτικά, χωρίς επίσημη ιδιότητα) μεταφέρω ψεύδη
- Πισθέταιρος ἔοικεν οὐ ψευδαγγελήσειν ἅγγελος. ᾁδων γὰρ ὅδε τις αἰετοὺς προσέρχεται. (Αριστοφάνης, Όρνιθες, 1337)