Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ψευδαγγελί αἱ ψευδαγγελίαι
      γενική τῆς ψευδαγγελίᾱς τῶν ψευδαγγελιῶν
      δοτική τῇ ψευδαγγελί ταῖς ψευδαγγελίαις
    αιτιατική τὴν ψευδαγγελίᾱν τὰς ψευδαγγελίᾱς
     κλητική ! ψευδαγγελί ψευδαγγελίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψευδαγγελί
γεν-δοτ τοῖν  ψευδαγγελίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψευδαγγελία < ψευδάγγελος ή ψευδαγγελής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψευδαγγελία,ος,ον ( & ,ής,ές)

  1. η ψευδής αναγγελία κήρυκα ή αγγελιοφόρου
  2. η παραπληροφόρηση, η παραπλάνηση του εχθρού
    φοβεῖν γε μὴν τοὺς πολεμίους καὶ ψευδενέδρας οἷόν τε καὶ ψευδοβοηθείας καὶ ψευδαγγελίας ποιοῦντα. θαρσοῦσι δὲ μάλιστα πολέμιοι, ὅταν ὄντα τοῖς ἐναντίοις πράγματα καὶ ἀσχολίας πυνθάνωνται (:τα μέσα για να εκφοβίσει κανείς τον εχθρό είναι οι ψευτοενέδρες, η ψευτοβοήθεια και η παραπληροφόρηση, γιατί ο εχθρός ξεθαρρεύει όταν μαθαίνει τέτοια για τον αντίπαλο -Ξενοφών, Ἱππαρχικός, 5ο, 8)

Συγγενικά επεξεργασία