Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραπληροφόρηση οι παραπληροφορήσεις
      γενική της παραπληροφόρησης των παραπληροφορήσεων
    αιτιατική την παραπληροφόρηση τις παραπληροφορήσεις
     κλητική παραπληροφόρηση παραπληροφορήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραπληροφόρηση < παρα- + πληροφόρηση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική misinformation [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.ɾa.pli.ɾoˈfo.ɾi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρα‐πλη‐ρο‐φό‐ρη‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παραπληροφόρηση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία