παραπληροφόρηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παραπληροφόρηση | οι | παραπληροφορήσεις |
γενική | της | παραπληροφόρησης | των | παραπληροφορήσεων |
αιτιατική | την | παραπληροφόρηση | τις | παραπληροφορήσεις |
κλητική | παραπληροφόρηση | παραπληροφορήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παραπληροφόρηση < παρα- + πληροφόρηση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική misinformation [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.ɾa.pli.ɾoˈfo.ɾi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐πλη‐ρο‐φό‐ρη‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαραπληροφόρηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του παραπληροφορώ
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παραπληροφόρηση
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ παραπληροφόρηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας