Ετυμολογία

επεξεργασία

παραπληροφορώ , πρτ.: παραπληροφορούσα, στ.μέλλ.: θα παραπληροφορήσω, αόρ.: παραπληροφόρησα, παθ.φωνή: παραπληροφορούμαι, π.αόρ.: παραπληροφορήθηκα, μτχ.π.π.: παραπληροφορημένος

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία