Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραπληροφορούμαι, παθητική φωνή του παραπληροφορώ

  Ρήμα επεξεργασία

παραπληροφορούμαι

→ δείτε τη λέξη παραπληροφορώ