Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

παραπληροφορήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παραπληροφορώ
  2. θα παραπληροφορήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παραπληροφορώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

παραπληροφορήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παραπληροφόρηση