προκήρυξις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | προκήρυξῐς | αἱ | προκηρύξεις | ||||
γενική | τῆς | προκηρύξεως | τῶν | προκηρύξεων | ||||
δοτική | τῇ | προκηρύξει | ταῖς | προκηρύξεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | προκήρυξῐν | τὰς | προκηρύξεις | ||||
κλητική ὦ! | προκήρυξῐ | προκηρύξεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προκηρύξει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | προκηρυξέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προκήρυξις < → λείπει η ετυμολογία
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: προκήρυξη (με διαφορετική σημασία)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροκήρυξις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- προκήρυξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.