Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κράχτης οι κράχτες
      γενική του κράχτη των κραχτών
    αιτιατική τον κράχτη τους κράχτες
     κλητική κράχτη κράχτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κράχτης < κράκτης < αρχαία ελληνική κράκτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κράχτης αρσενικό

  1. ο χαρακτηρισμός του πουλιού, συνήθως ωδικού, που χρησιμοποιείται για να προσελκύσει άλλα πουλιά σε παγίδα
  2. ο χαρακτηρισμός του ατόμου ή του αντικειμένου που χρησιμοποιείται για να προσελκύσει άλλους, συνήθως προς εξαπάτησή τους
  3. (επάγγελμα) ο εργαζόμενος που προσπαθεί να προσελκύσει πελάτες σε κατάστημα, συνήθως περαστικούς

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία