γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἱμερτός ἱμερτή τὸ ἱμερτόν
      γενική τοῦ ἱμερτοῦ τῆς ἱμερτῆς τοῦ ἱμερτοῦ
      δοτική τῷ ἱμερτ τῇ ἱμερτ τῷ ἱμερτ
    αιτιατική τὸν ἱμερτόν τὴν ἱμερτήν τὸ ἱμερτόν
     κλητική ! ἱμερτέ ἱμερτή ἱμερτόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἱμερτοί αἱ ἱμερταί τὰ ἱμερτᾰ́
      γενική τῶν ἱμερτῶν τῶν ἱμερτῶν τῶν ἱμερτῶν
      δοτική τοῖς ἱμερτοῖς ταῖς ἱμερταῖς τοῖς ἱμερτοῖς
    αιτιατική τοὺς ἱμερτούς τὰς ἱμερτᾱ́ς τὰ ἱμερτᾰ́
     κλητική ! ἱμερτοί ἱμερταί ἱμερτᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἱμερτώ τὼ ἱμερτᾱ́ τὼ ἱμερτώ
      γεν-δοτ τοῖν ἱμερτοῖν τοῖν ἱμερταῖν τοῖν ἱμερτοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἱμερτός < ἱμείρω λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ἱμερτός, -ή, -όν

  1. ποθητός, αγαπητός, επιθυμητός
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Θεογονία, 577 (576-577)
    [ἀμφὶ δέ οἱ στεφάνους νεοθηλέας, ἄνθεα ποίης, | ἱμερτοὺς περίθηκε καρήατι Παλλὰς Ἀθήνη·]
    [Και γύρω στο κεφάλι της στεφάνια νιόβλαστα, άνθη της χλόης, | ποθητά, της έβαλε η Αθηνά Παλλάδα.]
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Πίνδαρος, Ὀλυμπιονίκαις, ΑΓΗΣΙᾼ ΣΥΡΑΚΟΣΙῼ ΑΠΗΝῌ, 6.6-6.7
    τίνα κεν φύγοι ὕμνον | κεῖνος ἀνήρ, ἐπικύρσαις | ἀφθόνων ἀστῶν ἐν ἱμερταῖς ἀοιδαῖς;
    και ποιον δεν θ᾽ άξιζε ύμνο | ο άντρας αυτός που βρήκε τους συμπολίτες του | να ακούσουν χωρίς φθόνο το πολυπόθητο τραγούδι;
    Μετάφραση (2004), Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Σόλων, 8.2
    αὐτὸς κῆρυξ ἦλθον ἀφ᾽ ἱμερτῆς Σαλαμῖνος,
    Ήρθα με δική μου πρωτοβουλία ως κήρυκας από την αγαπημένη Σαλαμίνα,
    Μετάφραση (2012), Α.Ι. Γιαγκόπουλος-Ζ.Ε. Μαλαθούνη, @greek‑language.gr
  2. (το αρσ. ως κύριο όνομα) (ὁ Ἱμερτός) προσωνύμιο του Απόλλωνα και του Διονύσου

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία