Ετυμολογία

επεξεργασία
ἱμείρω < λείπει η ετυμολογία

ἱμείρω

  1. επιθυμώ σφοδρά, ποθώ
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 435
    τεύξει τοίνυν ὧν ἱμείρεις· οὐ γὰρ μεγάλων ἐπιθυμεῖς.
    Ναι λοιπόν, θα τα λάβεις αυτά που ποθείς· δεν είναι άλλωστε τόσο σπουδαίο.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
  2. (ως αποθετικό) ἱμείρομαι
  3. (+ απαρέμφατο) επιθυμώ να κάνω κάτι, λαχταρώ να κάνω κάτι
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Πέρσαι, στίχ. 233
    ἀλλὰ μὴν ἵμειρ᾽ ἐμὸς παῖς τήνδε θηρᾶσαι πόλιν;
    Μα πολύ λαχτάρα ο γιος μου είχε για τη πόλη αυτή.
    Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
    αλλά πολύ δεν λαχταρούσε ο γιός μου να κυριεύσει αυτήν την πόλη;
    Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία