ἰμέρρω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἰμέρρω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαἰμέρρω
- αιολικός τύπος του ρήματος ἱμείρω
- ※ 7ος/6ος πκε αιώνας, ⌘Σαπφώ, Επίγραμμα 1, εἰς Ἀφροδίτην, στίχοι 26-28
- ὄσσα δέ μοι τέλεσσαι | θῦμος ἰμέρρει, τέλεσον, σὺ δ᾽ αὔτα | σύμμαχος ἔσσο.
- κάνε μου τα τα όσα ποθεί η καρδιά να γίνουν, έλα ατή σου διαφέντεψέ με!
- Μετάφραση: Ι.Θ. Κακριδής @greek-language.gr
- Εκπλήρωσε αυτό που η καρδιά μου ποθεί να γίνει και γίνε σύμμαχός μου.
- Μετάφραση: Δ. Ιακώβ, @greek-language.gr
- ὄσσα δέ μοι τέλεσσαι | θῦμος ἰμέρρει, τέλεσον, σὺ δ᾽ αὔτα | σύμμαχος ἔσσο.
- ※ 7ος/6ος πκε αιώνας, ⌘Σαπφώ, Επίγραμμα 1, εἰς Ἀφροδίτην, στίχοι 26-28
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἰμέρρω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἰμέρρω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.