Ετυμολογία

επεξεργασία
διακηρύττω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διακηρύττω, αττικός τύποςδιακηρύσσω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði̯a.ciˈɾi.to/, στην καθαρεύουσα: /ði.a.ciˈɾi.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐κη‐ρύσ‐σω

διακηρύττω



διακηρύττω