διακηρύττω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- διακηρύττω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διακηρύττω, αττικός τύπος διακηρύσσω
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði̯a.ciˈɾi.to/, στην καθαρεύουσα: /ði.a.ciˈɾi.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐κη‐ρύσ‐σω
Ρήμα
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
διακηρύττω
Πηγές
επεξεργασία
- διακηρύττω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.