διακρατικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διακρατικός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλικά interstate ή (μεταφραστικό δάνειο) γερμανικά zwischenstaatlich < διά + κράτος
Επίθετο
επεξεργασίαδιακρατικός, -ή, -ό
- που γίνεται με τη συμμετοχή τουλάχιστον δύο κρατών
- (ειδικότερα) που γίνεται μεταξύ δύο κρατών