Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διακρατικός η διακρατική το διακρατικό
      γενική του διακρατικού της διακρατικής του διακρατικού
    αιτιατική τον διακρατικό τη διακρατική το διακρατικό
     κλητική διακρατικέ διακρατική διακρατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διακρατικοί οι διακρατικές τα διακρατικά
      γενική των διακρατικών των διακρατικών των διακρατικών
    αιτιατική τους διακρατικούς τις διακρατικές τα διακρατικά
     κλητική διακρατικοί διακρατικές διακρατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διακρατικός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλικά interstate ή (μεταφραστικό δάνειο) γερμανικά zwischenstaatlich < διά + κράτος

  Επίθετο επεξεργασία

διακρατικός, -ή, -ό

  1. που γίνεται με τη συμμετοχή τουλάχιστον δύο κρατών
  2. (ειδικότερα) που γίνεται μεταξύ δύο κρατών

  Μεταφράσεις επεξεργασία