αδιακήρυκτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αδιακήρυκτος < α- στερητικό + (διακηρύσσω) διακηρυκ- + -τος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ði̯aˈci.ɾi.ktos/ & /a.ðʝaˈci.ɾi.ktos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δι‐α‐κή‐ρυ‐κτος
Επίθετο επεξεργασία
αδιακήρυκτος, -η, -ο
- που δεν έχει διακηρυχτεί
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις διά και κηρύσσω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αδιακήρυκτος
|