Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διακηρυκτικός η διακηρυκτική το διακηρυκτικό
      γενική του διακηρυκτικού της διακηρυκτικής του διακηρυκτικού
    αιτιατική τον διακηρυκτικό τη διακηρυκτική το διακηρυκτικό
     κλητική διακηρυκτικέ διακηρυκτική διακηρυκτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διακηρυκτικοί οι διακηρυκτικές τα διακηρυκτικά
      γενική των διακηρυκτικών των διακηρυκτικών των διακηρυκτικών
    αιτιατική τους διακηρυκτικούς τις διακηρυκτικές τα διακηρυκτικά
     κλητική διακηρυκτικοί διακηρυκτικές διακηρυκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διακηρυκτικός < ελληνιστική κοινή διακηρυκτικός < διακηρύσσω

  Επίθετο επεξεργασία

διακηρυκτικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία