Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διακηρυκτικά < διακηρυκτικ(ός) +

  Επίρρημα επεξεργασία

διακηρυκτικά

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία