πιλαλάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πιλαλάω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πιλαλῶ[1] [2] [3] ελληνιστική κοινή ἐπιλαλῶ (-έω) [4] < αρχαία ελληνική λαλέω. Η γραφή με γιώτα, κατά την εκδοχή του Κοραή (στη παράθεμα του Θεόδωρου Μωυσιάδη)[5]
- Για τη γραφή με ήτα και τις εκδοχές ετυμολόγησής της → δείτε τη λέξη πηλαλάω.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pi.laˈla.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐λα‐λά‐ω
- ομόηχο: πηλαλάω
Ρήμα
επεξεργασίαπιλαλάω, -άς.../(πιλαλώ), πρτ.: πιλαλούσα/πιλάλαγα, αόρ.: πιλάλησα (χωρίς παθητική φωνή)
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΆλλες μορφές
επεξεργασία- πλαλάω (ιδιωματικό)
Συγγενικά
επεξεργασίαγραφές με γιώτα ή με ήτα
Κλίση
επεξεργασίαΔε συνηθίζεται η κλίση σε -ώ (λαϊκότροπο ρήμα).
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πιλαλάω - πιλαλώ | πιλαλούσα - πιλάλαγα | θα πιλαλάω - πιλαλώ | να πιλαλάω - πιλαλώ | πιλαλώντας | |
β' ενικ. | πιλαλάς | πιλαλούσες - πιλάλαγες | θα πιλαλάς | να πιλαλάς | πιλάλα - πιλάλαγε | |
γ' ενικ. | πιλαλάει - πιλαλά | πιλαλούσε - πιλάλαγε | θα πιλαλάει - πιλαλά | να πιλαλάει - πιλαλά | ||
α' πληθ. | πιλαλάμε - πιλαλούμε | πιλαλούσαμε - πιλαλάγαμε | θα πιλαλάμε - πιλαλούμε | να πιλαλάμε - πιλαλούμε | ||
β' πληθ. | πιλαλάτε | πιλαλούσατε - πιλαλάγατε | θα πιλαλάτε | να πιλαλάτε | πιλαλάτε | |
γ' πληθ. | πιλαλάν(ε) - πιλαλούν(ε) | πιλαλούσαν(ε) - πιλάλαγαν - πιλαλάγανε | θα πιλαλάν(ε) - πιλαλούν(ε) | να πιλαλάν(ε) - πιλαλούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πιλάλησα | θα πιλαλήσω | να πιλαλήσω | πιλαλήσει | ||
β' ενικ. | πιλάλησες | θα πιλαλήσεις | να πιλαλήσεις | πιλάλα - πιλάλησε | ||
γ' ενικ. | πιλάλησε | θα πιλαλήσει | να πιλαλήσει | |||
α' πληθ. | πιλαλήσαμε | θα πιλαλήσουμε | να πιλαλήσουμε | |||
β' πληθ. | πιλαλήσατε | θα πιλαλήσετε | να πιλαλήσετε | πιλαλήστε | ||
γ' πληθ. | πιλάλησαν πιλαλήσαν(ε) |
θα πιλαλήσουν(ε) | να πιλαλήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πιλαλήσει | είχα πιλαλήσει | θα έχω πιλαλήσει | να έχω πιλαλήσει | ||
β' ενικ. | έχεις πιλαλήσει | είχες πιλαλήσει | θα έχεις πιλαλήσει | να έχεις πιλαλήσει | ||
γ' ενικ. | έχει πιλαλήσει | είχε πιλαλήσει | θα έχει πιλαλήσει | να έχει πιλαλήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πιλαλήσει | είχαμε πιλαλήσει | θα έχουμε πιλαλήσει | να έχουμε πιλαλήσει | ||
β' πληθ. | έχετε πιλαλήσει | είχατε πιλαλήσει | θα έχετε πιλαλήσει | να έχετε πιλαλήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πιλαλήσει | είχαν πιλαλήσει | θα έχουν πιλαλήσει | να έχουν πιλαλήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία λαϊκότροπο ρήμα «τρέχω ορμητικά»
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ.283, Τόμος 16 Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ πιλαλέω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ ἐπιλαλέω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ πιλαλώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ ※ Θεόδωρος Μωυσιάδης, Ιεράρχηση κριτηρίων στην ετυμολογική έρευνα, Γλωσσολογία/Glossologia 19 (2011), σελ. 47
H δεύτερη εισήγηση, η οποία προκρίνεται ως συνεπέστερη, είναι η πρόταση του Κοραή, ο οποίος έθεσε ως αφετηρία τον αόριστο ἐπιλάλησα του ελνστ. ἐπιλαλῶ «φλυαρώ, μιλώ γρήγορα» (και κατ' επέκταση «τρέχω γρήγορα»), που ενισχύεται από τον τύπο πιλαλάω στη διάλεκτο της Κάτω Ιταλίας. Στα δύο πιο πρόσφατα λεξικογραφικά έργα της Μεσαιωνικής Ελληνικής, το λεξικό τού Κριαρά και το λεξικό τού Trapp, προκρίνεται η ετυμολόγηση του Κοραή και το ρήμα γράφεται κανονικά με -ι-: πιλαλώ.
Πηγές
επεξεργασία- πηγές για όλες τις γραφές: → δείτε πηλαλάω#Πηγές