κωλοπιλάλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κωλοπιλάλα | οι | κωλοπιλάλες |
γενική | της | κωλοπιλάλας | — | |
αιτιατική | την | κωλοπιλάλα | τις | κωλοπιλάλες |
κλητική | κωλοπιλάλα | κωλοπιλάλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κωλοπιλάλα < κωλο- + πιλάλα < πιλαλώ + -α (αναδρομικός σχηματισμός) < (ελληνιστική κοινή) ἐπιλαλῶ < λαλέω[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίακωλοπιλάλα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) έντονη ανάγκη για αφόδευση
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- ↑ H δεύτερη εισήγηση, η οποία προκρίνεται ως συνεπέστερη, είναι η πρόταση του Κοραή, ο οποίος έθεσε ως αφετηρία τον αόριστο ἐπιλάλησα του ελνστ. ἐπιλαλῶ «φλυαρώ, μιλώ γρήγορα» (και κατ' επέκταση «τρέχω γρήγορα»), που ενισχύεται από τον τύπο πιλαλάω στη διάλεκτο της Κάτω Ιταλίας. Στα δύο πιο πρόσφατα λεξικογραφικά έργα της Μεσαιωνικής Ελληνικής, το λεξικό τού Κριαρά και το λεξικό τού Trapp, προκρίνεται η ετυμολόγηση του Κοραή και το ρήμα γράφεται κανονικά με -ι-: πιλαλώ. (Θεόδωρος Μωυσιάδης, Ιεράρχηση κριτηρίων στην ετυμολογική έρευνα, Γλωσσολογία/Glossologia 19 (2011), σελ. 47)
Μεταφράσεις
επεξεργασία κωλοπιλάλα
|