πηλαλάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πηλαλάω < πηλαλ(ώ) + κατάληξη -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πηλαλῶ (όψιμη μεσαιωνική) (με ήτα)[1] με πιθανή επίδραση τύπων όπως ἐπήλασα από την αρχαία ελληνική ἐπελαύνω
- Κατ' άλλη εκδοχή, το μεσαιωνικό [2] συνδέεται με υποθετικό ανώμαλο αόριστο *ἀπηλάλησα (απηύδησα) του ελληνιστικού ἀπολαλέω (φωνάζω)
- Για τη γραφή με γιώτα → δείτε πιλαλάω < πιλαλώ που συνδέει με το ελληνιστικό ρήμα ἐπιλαλέω < αρχαίο λαλέω (λαλάω) - περισσότερα στο πιλαλάω.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pi.laˈla.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πη‐λα‐λά‐ω
- ομόηχο: πιλαλάω
Ρήμα
επεξεργασίαπηλαλάω, -άς... /(πηλαλώ), πρτ.: πηλαλούσα/πηλάλαγα, αόρ.: πηλάλησα (χωρίς παθητική φωνή)
- (λαϊκότροπο) τρέχω γρήγορα, με ορμή, ορμάω
- ※ Μα, περνώντας από την τραπεζαρία, είδε την αγριεμένη θάλασσα που πηλαλούσε αφρισμένη κατά την ακρογιαλιά και κόλλησε τη μύτη του στην τζαμόπορτα.
- ※ Έτρεξαν τα τρία παιδιά να βρουν τον Βασίλη, και πηλαλώντας πίσω τους, ξέχασα το κοριτσάκι […]
- (λαϊκότροπο) καλπάζω
- ※ Έπειτα τ' άλογο θα πηλαλούσε στον ίσιο δρόμο, και πώς θα δυνότουν να το προφτάκει;
Συγγενικά
επεξεργασία- και για τις δύο γραφές → δείτε τη λέξη πιλαλάω
Κλίση
επεξεργασίαΔε συνηθίζεται η κλίση σε -ώ (λαϊκότροπο ρήμα).
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πηλαλάω - πηλαλώ | πηλαλούσα - πηλάλαγα | θα πηλαλάω - πηλαλώ | να πηλαλάω - πηλαλώ | πηλαλώντας | |
β' ενικ. | πηλαλάς | πηλαλούσες - πηλάλαγες | θα πηλαλάς | να πηλαλάς | πηλάλα - πηλάλαγε | |
γ' ενικ. | πηλαλάει - πηλαλά | πηλαλούσε - πηλάλαγε | θα πηλαλάει - πηλαλά | να πηλαλάει - πηλαλά | ||
α' πληθ. | πηλαλάμε - πηλαλούμε | πηλαλούσαμε - πηλαλάγαμε | θα πηλαλάμε - πηλαλούμε | να πηλαλάμε - πηλαλούμε | ||
β' πληθ. | πηλαλάτε | πηλαλούσατε - πηλαλάγατε | θα πηλαλάτε | να πηλαλάτε | πηλαλάτε | |
γ' πληθ. | πηλαλάν(ε) - πηλαλούν(ε) | πηλαλούσαν(ε) - πηλάλαγαν - πηλαλάγανε | θα πηλαλάν(ε) - πηλαλούν(ε) | να πηλαλάν(ε) - πηλαλούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πηλάλησα | θα πηλαλήσω | να πηλαλήσω | πηλαλήσει | ||
β' ενικ. | πηλάλησες | θα πηλαλήσεις | να πηλαλήσεις | πηλάλα - πηλάλησε | ||
γ' ενικ. | πηλάλησε | θα πηλαλήσει | να πηλαλήσει | |||
α' πληθ. | πηλαλήσαμε | θα πηλαλήσουμε | να πηλαλήσουμε | |||
β' πληθ. | πηλαλήσατε | θα πηλαλήσετε | να πηλαλήσετε | πηλαλήστε | ||
γ' πληθ. | πηλάλησαν πηλαλήσαν(ε) |
θα πηλαλήσουν(ε) | να πηλαλήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πηλαλήσει | είχα πηλαλήσει | θα έχω πηλαλήσει | να έχω πηλαλήσει | ||
β' ενικ. | έχεις πηλαλήσει | είχες πηλαλήσει | θα έχεις πηλαλήσει | να έχεις πηλαλήσει | ||
γ' ενικ. | έχει πηλαλήσει | είχε πηλαλήσει | θα έχει πηλαλήσει | να έχει πηλαλήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πηλαλήσει | είχαμε πηλαλήσει | θα έχουμε πηλαλήσει | να έχουμε πηλαλήσει | ||
β' πληθ. | έχετε πηλαλήσει | είχατε πηλαλήσει | θα έχετε πηλαλήσει | να έχετε πηλαλήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πηλαλήσει | είχαν πηλαλήσει | θα έχουν πηλαλήσει | να έχουν πηλαλήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία πηλαλάω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πηλαλάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ πηλαλῶ - Ανδριώτης, Νικόλαος Παντελής (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑036‑7. Έκδοση 3η, φωτοτυπική με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα. (1η έκδ:1951, 2η έκδ:1967)
Πηγές
επεξεργασίαπηλαλώ:
- πηλαλάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πηλαλώ κ. πιλαλώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- πηλαλῶ - Ανδριώτης, Νικόλαος Παντελής (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑036‑7. Έκδοση 3η, φωτοτυπική με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα. (1η έκδ:1951, 2η έκδ:1967)
- πηλαλῶ (εσφαλμένη γραφή) ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
πιλαλώ: πιλαλῶ - σελ.283, Τόμος 16 Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- πιλαλέω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ἐπιλαλέω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- (με σχόλια για όλες τις εκδοχές) Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- πιλαλῶ-άω (μεσαιωνικό και νεώτ.) ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
πιλαλάω
- (με σχόλιο για τις δύο γραφές) Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
Και σημείωση: «Δε συνηθίζεται η κλίση σε -ώ».