Ετυμολογία

επεξεργασία
καλπάζω < αρχαία ελληνική καλπάζω

καλπάζω

  1. (για άλογο) τρέχω, ιππεύω ορμητικά
    ※  Τ' άλογο έσκυψε μια φορά τ' ωραίο κεφάλι, ύστερα το τίναξε πίσω και κάλπασε πάνω στα στάχτυα. (Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι)
  2. (μεταφορικά) αυξάνομαι, αναπτύσσομαι με πολύ γρήγορους ρυθμούς, σημειώνω μια αλματώδη αλλαγή
    καλπάζει ο ευρωσκεπτικισμός
  3. (μεταφορικά) οργιάζω, αφθονώ
    καλπάζει η φαντασία της

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία