Ετυμολογία

επεξεργασία
διποδίζω < → δείτε τη λέξη δίποδος διποδ- + -ίζω < (δις) δι- + πόδ(ι) + -ίζω

διποδίζω, αόρ.: διπόδισα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (για άλογα, υποζύγια) εκτελώ τροχασμό[1]
  2. (ανθρωπολογία) περπατώ στα δύο πόδια (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)