διποδίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαδιποδίζω, αόρ.: διπόδισα (χωρίς παθητική φωνή)
- (για άλογα, υποζύγια) εκτελώ τροχασμό[1]
- (ανθρωπολογία) περπατώ στα δύο πόδια (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Συγγενικά
επεξεργασία- διποδισμός
- → δείτε τις λέξεις δύο και πόδι
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διποδίζω | διπόδιζα | θα διποδίζω | να διποδίζω | διποδίζοντας | |
β' ενικ. | διποδίζεις | διπόδιζες | θα διποδίζεις | να διποδίζεις | διπόδιζε | |
γ' ενικ. | διποδίζει | διπόδιζε | θα διποδίζει | να διποδίζει | ||
α' πληθ. | διποδίζουμε | διποδίζαμε | θα διποδίζουμε | να διποδίζουμε | ||
β' πληθ. | διποδίζετε | διποδίζατε | θα διποδίζετε | να διποδίζετε | διποδίζετε | |
γ' πληθ. | διποδίζουν(ε) | διπόδιζαν διποδίζαν(ε) |
θα διποδίζουν(ε) | να διποδίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διπόδισα | θα διποδίσω | να διποδίσω | διποδίσει | ||
β' ενικ. | διπόδισες | θα διποδίσεις | να διποδίσεις | διπόδισε | ||
γ' ενικ. | διπόδισε | θα διποδίσει | να διποδίσει | |||
α' πληθ. | διποδίσαμε | θα διποδίσουμε | να διποδίσουμε | |||
β' πληθ. | διποδίσατε | θα διποδίσετε | να διποδίσετε | διποδίστε | ||
γ' πληθ. | διπόδισαν διποδίσαν(ε) |
θα διποδίσουν(ε) | να διποδίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διποδίσει | είχα διποδίσει | θα έχω διποδίσει | να έχω διποδίσει | ||
β' ενικ. | έχεις διποδίσει | είχες διποδίσει | θα έχεις διποδίσει | να έχεις διποδίσει | ||
γ' ενικ. | έχει διποδίσει | είχε διποδίσει | θα έχει διποδίσει | να έχει διποδίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διποδίσει | είχαμε διποδίσει | θα έχουμε διποδίσει | να έχουμε διποδίσει | ||
β' πληθ. | έχετε διποδίσει | είχατε διποδίσει | θα έχετε διποδίσει | να έχετε διποδίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διποδίσει | είχαν διποδίσει | θα έχουν διποδίσει | να έχουν διποδίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)