Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δίποδος η δίποδη το δίποδο
      γενική του δίποδου της δίποδης του δίποδου
    αιτιατική τον δίποδο τη δίποδη το δίποδο
     κλητική δίποδε δίποδη δίποδο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δίποδοι οι δίποδες τα δίποδα
      γενική των δίποδων των δίποδων των δίποδων
    αιτιατική τους δίποδους τις δίποδες τα δίποδα
     κλητική δίποδοι δίποδες δίποδα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δίποδος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δίποδος[1] < δι- + πούς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pṓds < *ped- (περπατώ, βαδίζω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈði.po.ðos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δί‐πο‐δος

  Επίθετο επεξεργασία

δίποδος, -η, -ο

  1. που έχει δύο πόδια, που περπατάει σε δύο πόδια
  2. (ουσιαστικοποιημένο) δίποδο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία