δίποδος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δίποδος | η | δίποδη | το | δίποδο |
γενική | του | δίποδου | της | δίποδης | του | δίποδου |
αιτιατική | τον | δίποδο | τη | δίποδη | το | δίποδο |
κλητική | δίποδε | δίποδη | δίποδο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δίποδοι | οι | δίποδες | τα | δίποδα |
γενική | των | δίποδων | των | δίποδων | των | δίποδων |
αιτιατική | τους | δίποδους | τις | δίποδες | τα | δίποδα |
κλητική | δίποδοι | δίποδες | δίποδα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δίποδος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δίποδος[1] < δι- + πούς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pṓds < *ped- (περπατώ, βαδίζω)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈði.po.ðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δί‐πο‐δος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
δίποδος, -η, -ο
Επεξεργασία
- διποδία
- διποδισμός
- πλαγιοδιποδισμός
- → δείτε τις λέξεις δύο και πόδι
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
δίποδος
Επεξεργασία
- ↑ δίποδος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.