διποδισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διποδισμός < διποδίζω + -ισμός. Διαφορετικό το αρχαίο διποδισμός [1] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιποδισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διποδίζω
- (για άλογα κ.λπ.) τροχασμός
- (ανθρωπολογία) το περπάτημα στα δύο πόδια
- ※ Ο ηλικίας 4,4 εκατομμυρίων ετών Αρδιπίθηκος ήταν σίγουρα δίποδος. Ο αρχαιότερος διποδισμός –το «σήμα κατατεθέν» της ανθρωπότητας– μέχρι τώρα είχε βρεθεί στον Σαχελάνθρωπο του Τσαντ που έζησε πριν από 6 εκατομμύρια χρόνια. Αν ο Danuvius όντως στεκόταν στα δύο πόδια του, τότε η καταγωγή του διποδισμού θα πρέπει να μετατεθεί πολύ παλαιότερα. Επιπλέον, η Αφρική θα χάσει την πρωτιά του διποδισμού υπέρ της Ευρώπης. (www.archaiologia.gr, 8/11/2019)
Συγγενικά
επεξεργασία- πλαγιοδιποδισμός
- → δείτε τις λέξεις διποδίζω, δύο και πόδι
Μεταφράσεις
επεξεργασία διποδισμός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ διποδισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | διποδισμός | οἱ | διποδισμοί |
γενική | τοῦ | διποδισμοῦ | τῶν | διποδισμῶν |
δοτική | τῷ | διποδισμῷ | τοῖς | διποδισμοῖς |
αιτιατική | τὸν | διποδισμόν | τοὺς | διποδισμούς |
κλητική ὦ! | διποδισμέ | διποδισμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διποδισμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | διποδισμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Πηγές
επεξεργασία- διποδισμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.