Δείτε επίσης: διποδία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διποδισμός οι διποδισμοί
      γενική του διποδισμού των διποδισμών
    αιτιατική τον διποδισμό τους διποδισμούς
     κλητική διποδισμέ διποδισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διποδισμός < διποδίζω + -ισμός. Διαφορετικό το αρχαίο διποδισμός [1] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διποδισμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διποδισμός οἱ διποδισμοί
      γενική τοῦ διποδισμοῦ τῶν διποδισμῶν
      δοτική τῷ διποδισμ τοῖς διποδισμοῖς
    αιτιατική τὸν διποδισμόν τοὺς διποδισμούς
     κλητική ! διποδισμέ διποδισμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διποδισμώ
γεν-δοτ τοῖν  διποδισμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία