Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
αναβάτρια σε άλογο που εκτελεί τροχασμό (1)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τροχασμός οι τροχασμοί
      γενική του τροχασμού των τροχασμών
    αιτιατική τον τροχασμό τους τροχασμούς
     κλητική τροχασμέ τροχασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τροχασμός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τροχασμός αρσενικό

  • είδος βηματισμού των αλόγων κατά τον οποίο το άλογο κινεί τα δύο διαγώνια πόδια του ταυτόχρονα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία