τροχασμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τροχασμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τροχασμός αρσενικό
- είδος βηματισμού των αλόγων κατά τον οποίο το άλογο κινεί τα δύο διαγώνια πόδια του ταυτόχρονα
τροχασμός αρσενικό