καλπασμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- καλπασμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καλπασμός < αρχαία ελληνική καλπάζω
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kal.paˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καλ‐πα‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασία

καλπασμός αρσενικό
- ο γρήγορος βηματισμός του αλόγου με τα μπροστινά πόδια να σηκώνονται πιο ψηλά
- (μεταφορικά) η αλματώδης αύξηση, η γρήγορη πορεία προς ένα στόχο
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | καλπασμός | οἱ | καλπασμοί |
γενική | τοῦ | καλπασμοῦ | τῶν | καλπασμῶν |
δοτική | τῷ | καλπασμῷ | τοῖς | καλπασμοῖς |
αιτιατική | τὸν | καλπασμόν | τοὺς | καλπασμούς |
κλητική ὦ! | καλπασμέ | καλπασμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καλπασμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καλπασμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καλπασμός αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ καλπασμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία
- καλπασμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.