πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καλπασμός οἱ καλπασμοί
      γενική τοῦ καλπασμοῦ τῶν καλπασμῶν
      δοτική τῷ καλπασμ τοῖς καλπασμοῖς
    αιτιατική τὸν καλπασμόν τοὺς καλπασμούς
     κλητική ! καλπασμέ καλπασμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καλπασμώ
γεν-δοτ τοῖν  καλπασμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

καλπασμός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη κάλπη

Αναφορές

επεξεργασία