καλπασμός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- καλπασμός < καλπάζω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /kal.pa.zmɔs/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
καλπασμός αρσενικό
- ο γρήγορος βηματισμός του αλόγου με τα μπροστινά πόδια να σηκώνονται πιο ψηλά
- η αλματώδης αύξηση, η γρήγορη πορεία προς ένα στόχο