ενικός         πληθυντικός  
galop galops

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

galop (fr) αρσενικό



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

galop (pl) αρσενικό

  1. καλπασμός, γκαλόπ