↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλματώδης η αλματώδης το αλματώδες
      γενική του αλματώδους της αλματώδους του αλματώδους
    αιτιατική τον αλματώδη την αλματώδη το αλματώδες
     κλητική αλματώδη(ς) αλματώδης αλματώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλματώδεις οι αλματώδεις τα αλματώδη
      γενική των αλματωδών των αλματωδών των αλματωδών
    αιτιατική τους αλματώδεις τις αλματώδεις τα αλματώδη
     κλητική αλματώδεις αλματώδεις αλματώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αλματώδης < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἁλματώδης (μαρτυρείται από το 1896) < αρχαία ελληνική ἅλμα (άλμα, αλματ-) + -ώδης

  Επίθετο

επεξεργασία

αλματώδης, -ης, -ες

  1. που προχωράει ή εξελίσσεται με άλματα, με αλλαγές που είναι απότομες και γρήγορες
    ※  Η αλματώδης πορεία της χρυσής Κ. Στεφανίδη στο βάθρο
    Ηρώ Παρτσακουκάλκη, "Η αλματώδης πορεία της χρυσής Κ. Στεφανίδη στο βάθρο", 2016.08.20. @athensvoice.gr
    ※  Μετά το 2002 σημειώθηκε αλματώδης αύξηση της αξίας εισαγωγών μελιού παγκοσμίως της τάξεως του 54% ετησίως
    αλματώδης αύξηση των εισαγωγών μελιού παγκοσμίως – Τα ποσοστά εισαγωγών ανά χώρα", Ελληνική Γεωργία, 05/07/2016
    ※  ...έτσι που η κουλτούρα με την υποκουλτούρα να αποτελέσουν ένα ενιαίο πεδίο δόξης λαμπρό – παρακολουθώντας τις αλματώδεις μεταλλάξεις της κοινωνίας ...
    Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης, "Μεταλλάξεις", εφημερίδα Το Ποντίκι, 9.11.2016.

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία