Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλπάζων
καλπάζοντας
η καλπάζουσα το καλπάζον
      γενική του καλπάζοντος
καλπάζοντα
της καλπάζουσας
καλπαζούσης*
του καλπάζοντος
    αιτιατική τον καλπάζοντα την καλπάζουσα το καλπάζον
     κλητική καλπάζων
καλπάζοντα
καλπάζουσα καλπάζον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλπάζοντες οι καλπάζουσες τα καλπάζοντα
      γενική των καλπαζόντων των καλπαζουσών των καλπαζόντων
    αιτιατική τους καλπάζοντες τις καλπάζουσες τα καλπάζοντα
     κλητική καλπάζοντες καλπάζουσες καλπάζοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλπάζων < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος καλπάζω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική galopant[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kalˈpa.zon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καλ‐πά‐ζων
ομόηχο: καλπάζον

  Μετοχή επεξεργασία

καλπάζων -ουσα, -ον

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία