Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τριποδισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
αναβάτρια σε άλογο που εκτελεί τριποδισμό (1)
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
τριποδισμ
ός
οι
τριποδισμ
οί
γενική
του
τριποδισμ
ού
των
τριποδισμ
ών
αιτιατική
τον
τριποδισμ
ό
τους
τριποδισμ
ούς
κλητική
τριποδισμ
έ
τριποδισμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τριποδισμός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τριποδισμός
αρσενικό
είδος βηματισμού των
αλόγων
Δείτε επίσης
επεξεργασία
βάδισμα
καλπασμός
τροχασμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τριποδισμός
αγγλικά
:
canter
(en)
,
trot
(en)
ρωσικά
:
рысца
(ru)