Ετυμολογία

επεξεργασία
τριποδίζω < λείπει η ετυμολογία

τριποδίζω

  1. (για άλογα) πηγαίνω με τριποδισμό
  2. (για αναβάτες) εκτελώ τριποδισμό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία