τριποδίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τριποδίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίατριποδίζω
- (για άλογα) πηγαίνω με τριποδισμό
- (για αναβάτες) εκτελώ τριποδισμό
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τριποδίζω | τριπόδιζα | θα τριποδίζω | να τριποδίζω | τριποδίζοντας | |
β' ενικ. | τριποδίζεις | τριπόδιζες | θα τριποδίζεις | να τριποδίζεις | τριπόδιζε | |
γ' ενικ. | τριποδίζει | τριπόδιζε | θα τριποδίζει | να τριποδίζει | ||
α' πληθ. | τριποδίζουμε | τριποδίζαμε | θα τριποδίζουμε | να τριποδίζουμε | ||
β' πληθ. | τριποδίζετε | τριποδίζατε | θα τριποδίζετε | να τριποδίζετε | τριποδίζετε | |
γ' πληθ. | τριποδίζουν(ε) | τριπόδιζαν τριποδίζαν(ε) |
θα τριποδίζουν(ε) | να τριποδίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τριπόδισα | θα τριποδίσω | να τριποδίσω | τριποδίσει | ||
β' ενικ. | τριπόδισες | θα τριποδίσεις | να τριποδίσεις | τριπόδισε | ||
γ' ενικ. | τριπόδισε | θα τριποδίσει | να τριποδίσει | |||
α' πληθ. | τριποδίσαμε | θα τριποδίσουμε | να τριποδίσουμε | |||
β' πληθ. | τριποδίσατε | θα τριποδίσετε | να τριποδίσετε | τριποδίστε | ||
γ' πληθ. | τριπόδισαν τριποδίσαν(ε) |
θα τριποδίσουν(ε) | να τριποδίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τριποδίσει | είχα τριποδίσει | θα έχω τριποδίσει | να έχω τριποδίσει | ||
β' ενικ. | έχεις τριποδίσει | είχες τριποδίσει | θα έχεις τριποδίσει | να έχεις τριποδίσει | ||
γ' ενικ. | έχει τριποδίσει | είχε τριποδίσει | θα έχει τριποδίσει | να έχει τριποδίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τριποδίσει | είχαμε τριποδίσει | θα έχουμε τριποδίσει | να έχουμε τριποδίσει | ||
β' πληθ. | έχετε τριποδίσει | είχατε τριποδίσει | θα έχετε τριποδίσει | να έχετε τριποδίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τριποδίσει | είχαν τριποδίσει | θα έχουν τριποδίσει | να έχουν τριποδίσει |
|