πηλάλημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πηλάλημα < μεσαιωνική ελληνική πιλάλημα < (ελληνιστική κοινή) ἐπιλαλῶ < λαλέω[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπηλάλημα ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- ↑ H δεύτερη εισήγηση, η οποία προκρίνεται ως συνεπέστερη, είναι η πρόταση του Κοραή, ο οποίος έθεσε ως αφετηρία τον αόριστο ἐπιλάλησα του ελνστ. ἐπιλαλῶ «φλυαρώ, μιλώ γρήγορα» (και κατ' επέκταση «τρέχω γρήγορα»), που ενισχύεται από τον τύπο πιλαλάω στη διάλεκτο της Κάτω Ιταλίας. Στα δύο πιο πρόσφατα λεξικογραφικά έργα της Μεσαιωνικής Ελληνικής, το λεξικό τού Κριαρά και το λεξικό τού Trapp, προκρίνεται η ετυμολόγηση του Κοραή και το ρήμα γράφεται κανονικά με -ι-: πιλαλώ. (Θεόδωρος Μωυσιάδης, Ιεράρχηση κριτηρίων στην ετυμολογική έρευνα, Γλωσσολογία/Glossologia 19 (2011), σελ. 47)
Μεταφράσεις
επεξεργασία πηλάλημα
|