λαλούμενα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /laˈlu.me.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐λού‐με‐να
Κλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαλαλούμενα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του λαλούμενος
λαλούμενα