κεραμίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κεραμίδα < κεραμίδ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -α ή (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κεραμίδα[1] ή από την αρχαία ελληνική κεραμίς, από την αιτιατική ενικού «τὴν κεραμίδα»
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ce.ɾaˈmi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐ρα‐μί‐δα
- τονικό παρώνυμο: κεραμιδά
Ουσιαστικό
επεξεργασίακεραμίδα θηλυκό
- (μεγεθυντικό) μεγάλο κεραμίδι
- (μεταφορικά) απρόοπτο ατύχημα και κυρίως αναπάντεχη αναποδιά, ατυχία, στενοχώρια -από την εποχή που η Αθήνα ήταν γεμάτη κεραμοσκεπές και έπεφταν συχνά από τον άνεμο κομμάτια κεραμικών στο δρόμο
Εκφράσεις
επεξεργασία- μού 'ρχεται κεραμίδα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το μεγεθυντικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κεραμίδι
κεραμίδα
→ δείτε τη λέξη ταμπλάς |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κεραμίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίακεραμίδα θηλυκό