κεραμίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
κερᾰμῐδ- ιωνικός & ελληνιστικός τύπος: κερᾰμῑδ- | |||||
ονομαστική | ἡ | κεραμίς | αἱ | κεραμίδες & κεραμῖδες | |
γενική | τῆς | κεραμίδος & κεραμῖδος |
τῶν | κεραμίδων | |
δοτική | τῇ | κεραμίδῐ & κεραμῖδῐ |
ταῖς | κεραμίσῐ(ν) & κεραμῖσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | κεραμίδᾰ & κεραμῖδᾰ |
τὰς | κεραμίδᾰς & κεραμῖδᾰς | |
κλητική ὦ! | κεραμίς* | κεραμίδες & κεραμῖδες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κεραμίδε & κεραμῖδε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | κεραμίδοιν | |||
Εξαίρεση: με βραχύ γιώτα στο θέμα και επιπλέον μακρό (μεταγενέστερο ή ιωνικό). * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «κεραμίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακεραμίς, -ίδος (ιωνικός & ελληνιστικός τύπος: -ῖδος) θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- κεραμίς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κεραμίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.