Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξερή οι ξερές
      γενική της ξερής των ξερών
    αιτιατική την ξερή τις ξερές
     κλητική ξερή ξερές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξερή < αβέβαιης ετμ. ίσως επειδή μένει άδειο (ξερό) το τραπέζι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξερή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ξερή

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία