Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξερόβηχας οι ξερόβηχες
      γενική του ξερόβηχα των ξερόβηχων
    αιτιατική τον ξερόβηχα τους ξερόβηχες
     κλητική ξερόβηχα ξερόβηχες
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη.
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξερόβηχας < ξερό- + βήχας

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kseˈɾo.vi.xas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξε‐ρό‐βη‐χας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξερόβηχας αρσενικό

  1. βήχας όχι υγρός
  2. βήχας υποκριτικός, με σκοπό να προκαλέσει προσοχή

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία