Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξερακιανός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ξερακιαν
ός
η
ξερακιαν
ή
το
ξερακιαν
ό
γενική
του
ξερακιαν
ού
της
ξερακιαν
ής
του
ξερακιαν
ού
αιτιατική
τον
ξερακιαν
ό
την
ξερακιαν
ή
το
ξερακιαν
ό
κλητική
ξερακιαν
έ
ξερακιαν
ή
ξερακιαν
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ξερακιαν
οί
οι
ξερακιαν
ές
τα
ξερακιαν
ά
γενική
των
ξερακιαν
ών
των
ξερακιαν
ών
των
ξερακιαν
ών
αιτιατική
τους
ξερακιαν
ούς
τις
ξερακιαν
ές
τα
ξερακιαν
ά
κλητική
ξερακιαν
οί
ξερακιαν
ές
ξερακιαν
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξερακιανός
<
ξέρακας
+
-ιανός
Επίθετο
επεξεργασία
ξερακιανός
ο
λιπόσαρκος
, που μοιάζει
αφυδατωμένος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
ξέρακας
και
ξερός
Δείτε επίσης
επεξεργασία
κοντακιανός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξερακιανός
αγγλικά
:
spare
(en)
γαλλικά
:
sec
(fr)
,
maigre
(fr)