χλοερός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χλοερός | η | χλοερή | το | χλοερό |
γενική | του | χλοερού | της | χλοερής | του | χλοερού |
αιτιατική | τον | χλοερό | τη | χλοερή | το | χλοερό |
κλητική | χλοερέ | χλοερή | χλοερό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χλοεροί | οι | χλοερές | τα | χλοερά |
γενική | των | χλοερών | των | χλοερών | των | χλοερών |
αιτιατική | τους | χλοερούς | τις | χλοερές | τα | χλοερά |
κλητική | χλοεροί | χλοερές | χλοερά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χλοερός < αρχαία ελληνική χλοερός (πράσινος, χλωρός) < χλόη
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαχλοερός
- που είναι σκεπασμένος με χλόη, ο γεμάτος χλόη
- (κατ’ επέκταση) καταπράσινος
Μεταφράσεις
επεξεργασία χλοερός
|