↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χλοερός η χλοερή το χλοερό
      γενική του χλοερού της χλοερής του χλοερού
    αιτιατική τον χλοερό τη χλοερή το χλοερό
     κλητική χλοερέ χλοερή χλοερό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χλοεροί οι χλοερές τα χλοερά
      γενική των χλοερών των χλοερών των χλοερών
    αιτιατική τους χλοερούς τις χλοερές τα χλοερά
     κλητική χλοεροί χλοερές χλοερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χλοερός < αρχαία ελληνική χλοερός (πράσινος, χλωρός) < χλόη

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xlo.eˈɾos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /xlo.eˈɾi/ θηλυκό
ΔΦΑ : /xlo.eˈɾo/ ουδέτερο

  Επίθετο

επεξεργασία

χλοερός

  1. που είναι σκεπασμένος με χλόη, ο γεμάτος χλόη
  2. (κατ’ επέκταση) καταπράσινος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία