→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / αὐχμώδης τὸ αὐχμῶδες
      γενική τοῦ/τῆς αὐχμώδους τοῦ αὐχμώδους
      δοτική τῷ/τῇ αὐχμώδει τῷ αὐχμώδει
    αιτιατική τὸν/τὴν αὐχμώδη τὸ αὐχμῶδες
     κλητική ! αὐχμῶδες αὐχμῶδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ αὐχμώδεις τὰ αὐχμώδη
      γενική τῶν αὐχμώδων τῶν αὐχμώδων
      δοτική τοῖς/ταῖς αὐχμώδεσ(ν) τοῖς αὐχμώδεσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς αὐχμώδεις τὰ αὐχμώδη
     κλητική ! αὐχμώδεις αὐχμώδη
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ αὐχμώδει τὼ αὐχμώδει
      γεν-δοτ τοῖν αὐχμώδοιν τοῖν αὐχμώδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αὐχμώδης < αὐχμ(ός) + -ώδης (εἶδος)

  Επίθετο

επεξεργασία

αὐχμώδης, -ης, -ες

  1. που μοιάζει ρυπαρός, βρώμικος, άλουστος
  2. που μοιάζει ξηρός, άνυδρος, τραχύς

Συγγενικά

επεξεργασία