ὑετός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ὑετός | οἱ | ὑετοί |
γενική | τοῦ | ὑετοῦ | τῶν | ὑετῶν |
δοτική | τῷ | ὑετῷ | τοῖς | ὑετοῖς |
αιτιατική | τὸν | ὑετόν | τοὺς | ὑετούς |
κλητική ὦ! | ὑετέ | ὑετοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑετώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὑετοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὑετός < ὕω + -ετός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sh₂ew-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὑετός, -οῦ αρσενικό
- (μετεωρολογία) (δυνατή / συνεχής) βροχή
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 12 (Μ. Τειχομαχία.), στίχ. 133 (131-134)
- τὼ μὲν ἄρα προπάροιθε πυλάων ὑψηλάων | ἕστασαν ὡς ὅτε τε δρύες οὔρεσιν ὑψικάρηνοι, | αἵ τ᾽ ἄνεμον μίμνουσι καὶ ὑετὸν ἤματα πάντα, | ῥίζῃσιν μεγάλῃσι διηνεκέεσσ᾽ ἀραρυῖαι·
- Στες υψηλές πύλες εμπρός ήσαν στημένοι εκείνοι | ακλόνητοι, ως υψίκομα δρυά στα όρη επάνω, | οπού βροχή και άνεμος τα δέρνουν αιωνίως, | εις τες μεγάλες ρίζες των βαθιά θεμελιωμένα·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- τὼ μὲν ἄρα προπάροιθε πυλάων ὑψηλάων | ἕστασαν ὡς ὅτε τε δρύες οὔρεσιν ὑψικάρηνοι, | αἵ τ᾽ ἄνεμον μίμνουσι καὶ ὑετὸν ἤματα πάντα, | ῥίζῃσιν μεγάλῃσι διηνεκέεσσ᾽ ἀραρυῖαι·
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 545 (543-545)
- πρωτογόνων δ᾽ ἐρίφων, ὁπότ᾽ ἂν κρύος ὥριον ἔλθῃ, | δέρματα συρράπτειν νεύρῳ βοός, ὄφρ᾽ ἐπὶ νώτῳ | ὑετοῦ ἀμφιβάλῃ ἀλέην·
- Από ερίφια πρωτότοκα, σαν έρθει ο καιρός του κρύου, | δέρματα να συρράψεις με χορδή βοδιού, τη ράχη σου για να τυλίξεις, | για προστασία απ᾽ τη βροχή.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- πρωτογόνων δ᾽ ἐρίφων, ὁπότ᾽ ἂν κρύος ὥριον ἔλθῃ, | δέρματα συρράπτειν νεύρῳ βοός, ὄφρ᾽ ἐπὶ νώτῳ | ὑετοῦ ἀμφιβάλῃ ἀλέην·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 4.2
- καὶ ὑετοῦ ἅμα διὰ νυκτὸς πολλοῦ ἐπιγενομένου,
- κάτω από την βροχή που έπεφτε δυνατή όλη την νύχτα,
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- καὶ ὑετοῦ ἅμα διὰ νυκτὸς πολλοῦ ἐπιγενομένου,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 12 (Μ. Τειχομαχία.), στίχ. 133 (131-134)
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὑετός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὑετός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.