ὑετός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ὑετός | οἱ | ὑετοί |
γενική | τοῦ | ὑετοῦ | τῶν | ὑετῶν |
δοτική | τῷ | ὑετῷ | τοῖς | ὑετοῖς |
αιτιατική | τὸν | ὑετόν | τοὺς | ὑετούς |
κλητική ὦ! | ὑετέ | ὑετοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὑετώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὑετοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὑετός < ὕω + -ετός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sh₂ew-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὑετός αρσενικό
- (μετεωρολογία) (δυνατή / συνεχής) βροχή
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὑετός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὑετός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.