Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὑετός οἱ ὑετοί
      γενική τοῦ ὑετοῦ τῶν ὑετῶν
      δοτική τῷ ὑετ τοῖς ὑετοῖς
    αιτιατική τὸν ὑετόν τοὺς ὑετούς
     κλητική ! ὑετέ ὑετοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὑετώ
γεν-δοτ τοῖν  ὑετοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὑετός < ὕω + -ετός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sh₂ew-

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὑετός αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία