υετός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | υετός | οι | υετοί |
γενική | του | υετού | των | υετών |
αιτιατική | τον | υετό | τους | υετούς |
κλητική | υετέ | υετοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υετός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑετός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.eˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐ε‐τός
Ουσιαστικό επεξεργασία
υετός αρσενικό
Δείτε επίσης επεξεργασία
- υετός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
υετός