→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ὀμβροφόρος τὸ ὀμβροφόρον
      γενική τοῦ/τῆς ὀμβροφόρου τοῦ ὀμβροφόρου
      δοτική τῷ/τῇ ὀμβροφόρ τῷ ὀμβροφόρ
    αιτιατική τὸν/τὴν ὀμβροφόρον τὸ ὀμβροφόρον
     κλητική ! ὀμβροφόρε ὀμβροφόρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὀμβροφόροι τὰ ὀμβροφόρ
      γενική τῶν ὀμβροφόρων τῶν ὀμβροφόρων
      δοτική τοῖς/ταῖς ὀμβροφόροις τοῖς ὀμβροφόροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὀμβροφόρους τὰ ὀμβροφόρ
     κλητική ! ὀμβροφόροι ὀμβροφόρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὀμβροφόρω τὼ ὀμβροφόρω
      γεν-δοτ τοῖν ὀμβροφόροιν τοῖν ὀμβροφόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀμβροφόρος < ὄμβρος + φέρω

  Επίθετο

επεξεργασία

ὀμβροφόρος, -ος, -ον

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία