ὀμβροφόρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαὀμβροφόρος, -ος, -ον
- (μετεωρολογία) που φέρνει βροχή
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἱκέτιδες, 35 (33-36)
- ἔνθα δὲ λαίλαπι | χειμωνοτύπῳ, βροντῇ στεροπῇ τ᾽ | ὀμβροφόροισίν τ᾽ ἀνέμοις ἀγρίας | ἁλὸς ἀντήσαντες ὄλοιντο,
- όπου αντάρα να βρουν | χειμωνόδαρτη με βροντές μ᾽ αστραπές | μ᾽ άγριους δρόλαπες | και χαθούν μες στη λύσσα της θάλασσας,
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- ἔνθα δὲ λαίλαπι | χειμωνοτύπῳ, βροντῇ στεροπῇ τ᾽ | ὀμβροφόροισίν τ᾽ ἀνέμοις ἀγρίας | ἁλὸς ἀντήσαντες ὄλοιντο,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες, στίχ. 1751
- ὀμβροφόροι θ᾽ ἅμα βρονταί,
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἱκέτιδες, 35 (33-36)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὀμβροφόρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὀμβροφόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.